μειζων

μειζων
    μείζων
    ион. μέζων, дор. μέσδων 2, gen. ονος [compar. к μέγας См. μεγας]
    1) больший, более рослый
    

(μ. καὴ πάσσων Hom.)

    2) старший
    

(Αἴας ὅ μ. Soph.)

    3) более тяжелый
    

(φορτίον Dem.)

    4) более громкий
    

(μεῖζον φθέγγεσθαι Plat.)

    5) более долгий, более продолжительный
    

(χρόνος Eur.)

    6) более длинный, более пространный
    

(λόγος Soph.)

    7) более могущественный
    

(ξένοι Eur.)

    8) более важный, более значительный
    

(χάρμα Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μειζων" в других словарях:

  • μείζων — ον, θηλ. και μείζονα (ΑM μείζων, ον και μειζότερος, Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. μέζων, δωρ. τ. μέσδων, βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, έρα, ον) 1. ο μεγαλύτερων διαστάσεων, περισσότερος από το συνηθισμένο ή από όσο πρέπει 2. μεγαλύτερος …   Dictionary of Greek

  • μείζων — μέγας big masc/fem nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • болии — (болии1300) сравн. степ. 1.Больший по величине: и тако нали˫аша кандила вьсѩ. и избысѩ ѥго больша˫а часть. ЖФП XII, 53в; твоѥ чрѣво бѣ всѣхъ болѥ. СбТр XII/XIII, 15; аще и наводненьемь. или проданьемь. или проль˫аньемь рѣкы больши буде(т) нива.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… …   Dictionary of Greek

  • λήμμα — Το αποκομιζόμενο εισόδημα, η πρόσοδος, το κέρδος. Στη Λογική, λ. ονομάζεται η μείζων πρόταση από την οποία δημιουργείται το συμπέρασμα, ενώ οι λεξικογράφοι ονομάζουν λ. τον αρχικό τύπο στον οποίο υπάγεται η τυπολογική και σημασιολογική πραγματεία …   Dictionary of Greek

  • μειζότερος — μειζότερος, έρα, ον (ΑM, Α και μειζονώτερος, έρα, ον, Μ και μειζονότερος, έρα, ον) βλ. μείζων. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. μείζων] …   Dictionary of Greek

  • ολίζων — Πόλη της θεσσαλικής Μαγνησίας, που αναφέρεται στον κατάλογο της Ιλιάδας. Ο Στράβων αναφέρει επίσης ότι ο Δημήτριος ο Πολιορκητής την είχε υπαγάγει στη Δημητριάδα, μαζί με υπόλοιπα παραλιακά χωριά του Παγασητικού κόλπου. * * * ὀλίζων και ὀλείζων,… …   Dictionary of Greek

  • οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Вячеслав — лат. Venceslaus (из др. чеш. *vęčeslavъ), чеш. Vaclav восходят в своей первой части к праслав. *vęti̯e , др. русск. вяче больше , ст. слав. вѩште, вѩштии μείζων (Супр.), болг. веке больше , сербохорв. ве̏ħ уже, но , словен. več, чеш. vice, слвц …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Virtue — (Latin virtus ; Greek Polytonic|ἀρετή) is moral excellence. Personal virtues are characteristics valued as promoting individual and collective well being, and thus good by definition. The opposite of virtue is vice.Etymologically the word virtue… …   Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»